- αποταχιά
- κ. -χιάς κ. -χύ (Μ ἀποταχιά κ. -χία) επίρρ.1. από το πρωί2. το πρωί, πολύ πρωί3. νωρίςνεοελλ.αύριο το πρωί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποταχιά — και αποταχύ επίρρ. χρον., πολύ πρωί: Να ξεκινήσουμε αποταχιά αύριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)